παμμήτωρ

παμμήτωρ
παμμήτωρ, -ορος, ἡ (Α)
1. η μητέρα όλων («τῆς παμμήτορος καὶ γενεσιουργοῡ φύσεως», Κλήμ. Αλ.)
2. αληθινή, πραγματική μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο-μήτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παμμήτωρ — mother of all fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμῆτορ — παμμήτωρ mother of all fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμήτορα — παμμήτωρ mother of all fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμήτορι — παμμήτωρ mother of all fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμήτορος — παμμήτωρ mother of all fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • παμμήτειρα — παμμήτειρα, ἡ (Α) παμμήτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήτειρα (< μήτηρ)] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”